καρδιοκατακτητής

καρδιοκατακτητής
ο, θηλ. καρδιοκατακτήτρια
αυτός που κατακτά τις καρδιές άλλων, γόης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καρδιοκλέφτης — ο, θηλ. καρδιοκλέφτρα αυτός που κλέβει, που κατακτά την καρδιά, κατακτητής καρδιών, καρδιοκατακτητής …   Dictionary of Greek

  • καρδιοπλάνος — α, ο αυτός που πλανά τις καρδιές, που παρασύρει σε έρωτα, γόης, καρδιοκατακτητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + πλάνος (< πλάνος, υποχωρητ. παρ. τού πλανῶ), πρβλ. λαο πλάνος, ψυχο πλάνος] …   Dictionary of Greek

  • κατακτώ — ησα, ήθηκα, κατακτημένος, η, ο 1. καταλαμβάνω κάτι με πόλεμο, κυριεύω. 2. μτφ., πετυχαίνω κάτι ύστερα από προσπάθειες ή με την ικανότητά μου: Θα κατακτήσει σίγουρα τη δόξα. 3. έχω ερωτικές επιτυχίες, είμαι καρδιοκατακτητής: Πού θα μου πάει, θα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”